- ἑλεπόλεις
- ἑλέπολιςcity-destroyingfem nom/voc pl (attic epic)ἑλέπολιςcity-destroyingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
окроужьныи — (3*) пр. 1.Кругообразный, круговой: ˫ако же въ окрѹжьнѣмь подвижении. отъ тѣхъ самѣхъ начинающиихъсѧ. и въ та коньчавающисѧ. (ἐν κυκλικῇ κινήσει) КЕ XII, 206а. 2. Соседний, близлежащий: цр҃кви дивна. и славна всѣмъ ѡкрѹжнымъ сторона(м). ЛИ ок.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… … Dictionary of Greek